χαλασμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλασμός — ο, ΝΜΑ [χαλῶ] νεοελλ. 1. μτφ. μεγάλη, βαθιά συγκίνηση («νιώθω για σε, πατρίδα μου, στα σπλάχνα χαλασμό», Βαλαωρ.) 2. φρ. «χαλασμός κόσμου» ή «χαλασμός Κυρίου» μτφ. α) i) μεγάλη καταστροφή, γενικός όλεθρος ii) μεγάλη αναστάτωση, πολύς θόρυβος β)… … Dictionary of Greek
χαλασμοῦ — χαλασμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλασμούς — χαλασμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλασμῷ — χαλασμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλασμόν — χαλασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχαλασμός — ο (Μ καταχαλασμός) [καταχαλώ] η ενέργεια τού καταχαλώ, καταχάλασμα, ολοκληρωτική καταστροφή, τέλειος χαλασμός … Dictionary of Greek
κοσμοχαλασιά — και κοσμοχάλαση, η 1. μεγάλη ταραχή και αναστάτωση τών στοιχείων τής φύσης, θεομηνία, χαλασμός κόσμου 2. πολύς θόρυβος, μεγάλη φασαρία που προέρχεται από πολλούς ανθρώπους, πανδαιμόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)* + χαλασιά / χάλαση (< χαλώ)] … Dictionary of Greek
ορυμαγδός — ο (Α ὀρυμαγδός) (ποιητ. τ.) ισχυρός κρότος, πολύηχος δυνατός θόρυβος που προκαλείται από πλήθος ανθρώπων που εργάζονται ή πολεμούν ή ζώων που τρέχουν εδώ και εκεί, οχλοβοή, χαλασμός κόσμου («πολὺς δ ὀρυμαγδὸς ἐπ αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν», Ομ. Ιλ.)… … Dictionary of Greek
πανδαιμόνιο — το 1. τόπος διαμονής όλων τών δαιμόνων 2. συνεκδ. πρωτεύουσα τού φανταστικού βασιλείου τής Κόλασης, όπου συνέρχονται τα συμβούλια τών δαιμόνων 3. μτφ. μεγάλος θόρυβος από φωνές και κρότους σε συνδυασμό με πλήρη σύγχυση και αταξία, αλλ. βαβυλώνια … Dictionary of Greek